Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

τελωνειακός δασμός

См. также в других словарях:

  • δασμός — Έμμεσος φόρος που μπορεί να επιβληθεί στα εμπορεύματα, τα οποία μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, όταν περνούν την τελωνειακή γραμμή. Ανάλογα με τον σκοπό που επιδιώκεται με τους δ., γίνεται διάκριση μεταξύ δημοσιονομικών δ. και οικονομικών ή… …   Dictionary of Greek

  • εικοστός — ή, ό (AM εἰκοστός, ή, όν) (τακτικό αριθμητικό) αυτός που κατέχει την τάξη τού αριθμού είκοσι, βρίσκεται μετά τον δέκατο ένατο νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η εικοστή (ημέρα) τού μήνα 2. το ουδ. ως ουσ. το εικοστό καθένα από τα είκοσι ίσα μέρη ενός… …   Dictionary of Greek

  • κομ(μ)έρκι(ο)ν — και κουμμέρκι(ο)ν, τὸ (Μ) 1. το τελωνείο 2. τελωνειακός δασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. commercium «εμπόριο»] …   Dictionary of Greek

  • κουμέρκι — το 1. τελωνειακός δασμός που εισέπρατταν οι Βυζαντινοί για τα εισαγόμενα προϊόντα, το κομμέρκιον* 2. παροιμ. «ο βλάχος, αν δεν τού πάρουν το σκιάδι, δεν πλερώνει το κουμέρκι» λέγεται γι αυτούς που αντιστέκονται στην εκτέλεση αναπόφευκτων πράξεων …   Dictionary of Greek

  • τελώνιο — Κατά τις δοξασίες των ανατολικών λαών, τα τ. είναι δαιμονικά όντα, προικισμένα με μεγάλη μεταμορφωτική δύναμη και όχι πάντα βλαβερά για τον άνθρωπο. Τους αρέσει να πειράζουν τους ανθρώπους. Μπαίνουν νύχτα στα σπίτια, παίρνουν αυτούς που… …   Dictionary of Greek

  • ατελώνιστος — η, ο επίρρ. α αυτός για τον οποίο δεν πληρώθηκε (ή δεν πρέπει να πληρωθεί) τελωνειακός δασμός: Το εμπόρευμα ήταν ακόμη ατελώνιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τελώνιο — το 1. τελωνειακός δασμός. 2. πονηρό πνεύμα, δαιμόνιο, στοιχειό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τελωνείο — Ο τόπος, το ίδρυμα στο οποίο εισπράττεται ο δασμός των εμπορευμάτων που εισάγονται και εξάγονται. Η υπηρεσία που επιβλέπει την είσπραξη των δασμών εισαγωγής και εξαγωγής. Στην Ελλάδα ο πρώτος οργανισμός τελωνειακής υπηρεσίας έγινε με ψήφισμα του… …   Dictionary of Greek

  • κομμερικάριος — Βυζαντινός δημόσιος υπάλληλος, επιφορτισμένος με την είσπραξη των τελωνειακών δασμών (κομμερκίων). Το ύψος του κομμερκίου, που επιπλέον ήταν φόρος των αγοραπωλησιών, παραμένει άγνωστο μέχρι σήμερα. Τον 4o και τον 5o αι. είχε καθιερωθεί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»